Του Πέτρου Μάρκαρη*
Στην Ελλάδα υπάρχει δίπλα στη «θεσμική» και την «πραγματική» , και μια Τρίτη χώρα, η «τηλεοπτικό». Αυτή η «τηλεοπτική χώρα» γεννήθηκε σαν εκτόπλασμα ιδιωτικής τηλεόρασης από την πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, η οποία, σκεπτόμενη κουτοπόνηρα, δεν θέλησε να τη νομιμοποιήσει, γιατί πίστευε πως έτσι την κρατούσε στο χέρι. Απέφυγε να ψηφίσει νόμος, να θεσπίσει κανόνες και έναν κώδικα, που θα ρύθμιζαν τη λειτουργία της . Το αποτέλεσμα ήταν να εκθρέψει ένα τέρας , το οποίο, όταν πια νομιμοποιήθηκε καθυστερημένα είχε αποκτήσει τέτοιες διαστάσεις και τέτοια επιθετικότητα, που ήταν αδύνατο να ελεγχθεί.
Η «τηλεοπτική χώρα» κρατάει σήμερα σε ομηρία ολόκληρο τον πολιτικό κόσμο, το δημόσιο βίο και το μέσο Έλληνα πολίτη. Μπορεί να ακυρώνει και να διασύρει κατά βούληση «τη θεσμική χώρα» , να την εκθέτει στα μάτια των πολιτών και να αναλαμβάνει το ρόλο του υπέρτατου κριτή. Μπορεί να επωμίζεται, πάλι κατά βούληση το ρόλο του εισαγγελέα και του δικαστή , να βγάζει αποφάσεις πριν αποφανθεί η δικαιοσύνη, να καθιστά έτσι τις όποιες αποφάσεις της δικαιοσύνης ύποπτες και να τις ακυρώνει στη συνείδηση του πολίτη.
Το θέαμα που προσέφερε η «τηλεοπτική χώρα» το βράδυ της δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου είναι χαρακτηριστικό της νοοτροπίας αυτής. Αυτόπτες μάρτυρες του φόνου εμφανίζονταν στα παράθυρα, έδιναν καταθέσεις και ανακρίνοντας από τους τηλεοπτικούς παρουσιαστές και δημοσιογράφους, πριν κληθούν να καταθέσουν στις αστυνομικές και ανακριτικές αρχές, ενώ οι δημοσιογράφοι κατέληγαν σε τελεσίδικα «πορίσματα». Διέβαλαν έτσι εκ προοιμίου το έργο των αστυνομικών και δικαστικών αρχών, παρασύροντας το τηλεοπτικό κοινό στην εικονική βεβαιότητα ότι κάθε πόρισμα που δεν θα συμφωνούσε με τη δική τους άποψη θα ήταν κατασκευασμένο.
Ωστόσο , αυτή η ανεξέλεγκτη λειτουργία της «τηλεοπτικής χώρας» θα ήταν αδύνατη χωρίς τη σύμπραξη των πολιτικών και μιας μερίδας του τηλεοπτικού κοινού. Όταν οι πολιτικοί δίνουν πιο συχνά το παρόν στα τηλεοπτικά παράθυρα απ΄’ ότι στο κοινοβούλιο, αποδέχονται στην ουσία τον καθοδηγητικό ρόλο της τηλεόρασης. Δημιουργήθηκε έτσι, δίπλα στους πάλαι ποτέ «καφενόβιους» και τους «αιωνόβιους» ακαδημαϊκούς μια τρίτη κατηγορία, οι «παραθυρόβιοι» που διαπληκτίζονται κάθε βράδυ μεταξύ τους στα δελτία ειδήσεων, προς σκανδαλοθηρικήν τέρψιν των τηλεθεατών και των δημοσιογράφων. Μια τηλεόραση, που αντλεί τα έσοδα και τα κέρδη της από τη διαφήμιση, χρησιμοποιεί, κυρίως, και με ελάχιστες εξαιρέσεις, τους πολιτικούς και τους διάφορους «παράγοντες» του δημόσιου βίου, ως μέρος της διαφημιστικής τους καμπάνιας. Και οι πολιτικοί και οι παράγοντες το αποδέχονται αυτό ιδίως να συνειδητοποιούν ότι δεν είναι οι ίδιοι οι διαφημιζόμενοι, αλλά διαφημιστικά εργαλεία της τηλεόρασης, και ο λόγος τους διαφημιστικό σλόγκαν. Φτάνει να ζωντανέψουμε στη μνήμα μας την τηλεοπτική κάλυψη των εκλογών., Εκτός από τους πολιτικούς που συμμετέχουν στα πάνελ, όλοι οι άλλους προσκεκλημένοι επιλέγονται με βάση τα ποσοστά της τηλεθέασης που εξασφαλίζουν. Καταλήγουμε έτσι στο να ακούμε «βαθυστόχαστες» αναλύσεις από τηλεοπτικούς και άλλους σταρ, ή από πάσης φύσεως καλλιτέχνες, οι οποίοι δεν προσκαλούνται βέβαια, λόγω της αναλυτικής οξυδέρκειας τους, αλλά ως διαφημιστικά εργαλεία και διαφημιστικά σλόγκαν. Πολιτικοί και άλλοι παραθυρόβιοι της ελληνικής δημόσιας ζωής αδυνατούν να συλλάβουν μια απλή αλήθεια: ότι στη συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών ΜΜΕ , η πολιτική δεν διαφημίζεται, διαφημίζει.
Σε ένα λαό, όπως ο δικός μας στον οποίο η καχυποψία και η συνωμοσιολογία αποτελούν ενδημικό φαινόμενο, η τηλεόραση δεν έχει αντίπαλο παίζει εν ου παικτοίς. Από την άλλη, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η τηλεόραση πείθει επειδή δεν πείθουν ούτε η κυβέρνηση , ούτε η αντιπολίτευση . Η τηλεόραση πείθει, επειδή η χώρα στερείται πειστικού πολιτικού λόγου. Σε χώρες, όπου η «θεσμική χώρα» λειτουργεί κανονικά και παράγει έργο, η δύναμη και η επιρροή της τηλεόρασης περιορίζονται αισθητά, πέραν του γεγονότος ότι στις χώρε αυτές υπάρχουν κανόνες και κώδικες, που ρυθμίζουν τη λειτουργία της τηλεόρασης , ενώ σε εμάς απουσιάζουν εντελώς.
*Απόσπασμα από το άρθρο με τίτλο «Η εξέγερση των θυλάκων» που δημοσιεύεται στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Κωπηλάτες»
"Αν υπήρχε κάτι που μισούσε περισσότερο από τις συμμορίες των εργοδοτών , από τις ερωμένες των Ισπανών αριστοκρατών και από τους λαχειοπώλες (τους τελευταίους επειδή διέδιδαν την πίστη σ' έναν ψεύτικο παράδεισο) ήταν οι πουλημένοι δημοσιογράφοι: οι πιο πουτάνες από τις πουτάνες, που είχαν εισχωρήσει στο ευγενέστερο επάγγελμα του κόσμου". "Το ποδήλατο του Λεονάρντο" του Paco Ignacio Taibo II, σε μετάφραση Έφης Γιαννοπούλοy (εκδόσεις Άγρα) Μail επικοινωνίας: vaskoufo@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου